Κατόπιν της υπ’ Φ7.5/1816/88/27.02.2004 απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης «Αντικατάσταση του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων (Κ.Ε.Η.Ε.) με το πρότυπο ΕΛΟΤ HD 384 και άλλες σχετικές διατάξεις (ΦΕΚ 470/Β/5.03.2004) και μετά από μεταβατική περίοδο, τέθηκε σε πλήρη ισχύ από 05/03/2006 το πρότυπο ΕΛΟΤ HD 384.
Το πρότυπο ΕΛΟΤ HD 384 θέτει ένα κατώτατο αποδεκτό όριο για τα μέτρα προστασίας και για την σωστή κατασκευή μιας ηλεκτρικής εγκατάστασης. Στόχος πρέπει να είναι πάντα η κατασκευή ασφαλέστερων και καλύτερων ηλεκτρικών εγκαταστάσεων από ό,τι ορίζει το πρότυπο.
Στο πρότυπο ΕΛΟΤ HD 384 ορίζεται και περιγράφεται το πώς θα γίνεται ο αρχικός έλεγχος και οι επανέλεγχοι των εγκαταστάσεων. Επίσης, έχει οριστεί νομοθετικά, το κάθε πότε θα γίνεται επανέλεγχος, όπως και ποιος έχει υποχρέωση να κάνει τον έλεγχο και τους επανελέγχους. Το πρότυπο ΕΛΟΤ HD 384 θέτει ένα κατώτατο αποδεκτό όριο για τα μέτρα προστασίας και για την σωστή κατασκευή μιας ηλεκτρικής εγκατάστασης. Στόχος πρέπει να είναι πάντα η κατασκευή ασφαλέστερων και καλύτερων ηλεκτρικών εγκαταστάσεων από ό,τι ορίζει το πρότυπο.
Πρωτόκολλο ελέγχου
Μετά την ολοκλήρωση του αρχικού ελέγχου ή του επανελέγχου, θα πρέπει να συντάσσεται πρωτόκολλο στο οποίο θα καταγράφονται τα αποτελέσματα των ελέγχων. Η υποχρέωση για τη δημιουργία του πρωτοκόλλου για τους αρχικούς ελέγχους προκύπτει από το πρότυπο ΕΛΟΤ HD 384 από την παράγραφο 61.1.6. Για τους επανελέγχους προκύπτει από την παράγραφο ΣΤ.4 του παραρτήματος Π.61.ΣΤ. Με το πρωτόκολλο ελέγχου ο εγκαταστάτης τεκμηριώνει την εργασία του και την ποιότητά της.Πιθανές αλλαγές μετά την παράδοση της εγκατάστασης που γίνονται από αναρμόδιους και δεν έχουν τεκμηριωθεί με πρωτόκολλο ελέγχου, μπορούν εύκολα να εντοπιστούν, με αντίστοιχη κατοχύρωση της εργασίας του αρχικού κατασκευαστή της εγκατάστασης. Η ευθύνη της εγκατάστασης και μετά τον έλεγχο παραμένει στον εγκαταστάτη.
Δεν αιτιολογείται άγνοια νόμων. Άρα, η μη διενέργεια των ελέγχων και των επανελέγχων, και η τεκμηρίωσή τους με πρωτόκολλα ελέγχων, όπως έχουν οριστεί νομοθετικά, δημιουργεί προβλήματα στους εμπλεκόμενους κατασκευαστές, ηλεκτρολόγους εγκαταστάτες, ιδιοκτήτες, ιδιαίτερα αν συμβεί ατύχημα.
Άρα βάσει νόμου, ελέγχονται όλοι όσοι δεν εφαρμόζουν τον νόμο από τις 05/03/2006 μέχρι σήμερα.
Δεν αιτιολογείται άγνοια νόμων. Άρα, η μη διενέργεια των ελέγχων και των επανελέγχων, και η τεκμηρίωσή τους με πρωτόκολλα ελέγχων, όπως έχουν οριστεί νομοθετικά, δημιουργεί προβλήματα στους εμπλεκόμενους κατασκευαστές, ηλεκτρολόγους εγκαταστάτες, ιδιοκτήτες, ιδιαίτερα αν συμβεί ατύχημα.
Άρα βάσει νόμου, ελέγχονται όλοι όσοι δεν εφαρμόζουν τον νόμο από τις 05/03/2006 μέχρι σήμερα.
Ερωτήματα
Με την εφαρμογή της νέας Υ.Δ.Ε. από 16/08/2011 θα μπει τάξη στις ανεξέλεγκτες εγκαταστάσεις; Θα διενεργούνται οι επανέλεγχοι στα χρονικά διαστήματα που ορίζει η νομοθεσία και έχουν ως εξής;
- Για κατοικίες και ανάλογους χώρους κάθε δέκα τέσσερα (14) χρόνια.
- Για κλειστούς επαγγελματικούς χώρους που δεν έχουν εύφλεκτα υλικά κάθε εφτά (7) χρόνια.
- Για κλειστούς επαγγελματικούς χώρους με εύφλεκτα υλικά, κάθε δύο (2) χρόνια.
- Για χώρους ψυχαγωγίας και συνάθροισης κοινού, κάθε ένα (1) χρόνο.
- Για επαγγελματικές εγκαταστάσεις στο ύπαιθρο (μαρίνες, πισίνες, κάμπινγκ) κάθε ένα (1) χρόνο.
- Σε περίπτωση διακοπής της ηλεκτροδότησης – αλλαγή χρήστη ή αλλαγή χρήσης της εγκατάστασης.
- Μετά από συμβάντα, ατυχήματα, θεομηνίες κ.λ.π.
Κατόπιν της υπ’ αριθμ. ΦΑ΄50/12081/642/26-07-2006 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων «Θέματα Ασφάλειας των Εσωτερικών Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων (Ε.Η.Ε) καθιέρωση υποχρέωσης εγκατάστασης διατάξεων διαφορικού ρεύματος και κατασκευής θεμελιακής γείωσης» (ΦΕΚ 1222/Β΄./05-09-2006) και την εφαρμογή της από τους ηλεκτρολόγους εγκαταστάτες, αναβαθμίστηκε η ασφάλεια των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων.
Οι κίνδυνοι
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολλά σημεία που εγκυμονούν κινδύνους. Υπάρχουν σημεία σε μια εγκατάσταση που δεν ελέγχονται με τον οπτικό έλεγχο, τις δοκιμές και μετρήσεις, π.χ. διελεύσεις αγωγών, συνδέσεις αγωγών εντός κυτίων διακλαδώσεως και όχι μόνον, τοποθετήσεις, συνδέσεις, διελεύσεις αγωγών, σε φωτιστικά σώματα (φθορίου – SPOT- επιδαπέδια – εξωτερικών χώρων κ.λ.π.) γενικούς πίνακες και υποπίνακες. Είναι γνωστό πως τις περισσότερες φορές που κάποια από τις συνήθεις ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις δυσλειτουργεί ή έχει υποστεί μια αστοχία, η αύξηση της θερμοκρασίας της είναι ένα από τα πλέον συνήθη επακόλουθα. Και δεν παρατηρείται μόνο σε περιπτώσεις αστοχίας, αλλά αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό και της υπερκατανάλωσης ενέργειας με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στο γενικό λειτουργικό κόστος της εγκατάστασης.
Θερμογραφικός έλεγχος
Όταν η θερμοκρασία μιας εγκατάστασης αυξάνεται, η θερμική ακτινοβολία που εκπέμπει αυξάνεται και αυτή, χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να γίνεται άμεσα αντιληπτό, μιας και δεν είναι ορατή από το ανθρώπινο μάτι. Κάτι τέτοιο όμως είναι δυνατό να γίνει με τον θερμογραφικό έλεγχο, ο οποίος πραγματοποιείται με ειδική κάμερα που αποτυπώνει την υπέρυθρη ακτινοβολία που εκπέμπεται και αποτελεί βασικό συστατικό της θερμικής ακτινοβολίας. Με τον τρόπο αυτό, εντοπίζεται κάθε πηγή υπερθέρμανσης και παρέχεται η δυνατότητα να εξεταστεί τόσο το είδος, όσο και το μέγεθος του προβλήματος που την προκάλεσε.
Χάρη στον θερμογραφικό έλεγχο μπορούν να εντοπιστούν προβλήματα, όπως χαλαρές ή οξειδωμένες διακλαδώσεις – συνδέσεις καλωδίων, υπερφορτωμένα δίκτυα, ελαττωματικό ραγοϋλικό (διακόπτες – ασφάλειες) καθώς και περιπτώσεις άνισης κατανομής ηλεκτρικών φορτίων. Επίσης, έλεγχο ηλεκτρικών κινητήρων, αντλιών, δικτύων μεταφοράς, μετασχηματιστών κ.λ.π.
Χάρη στον θερμογραφικό έλεγχο μπορούν να εντοπιστούν προβλήματα, όπως χαλαρές ή οξειδωμένες διακλαδώσεις – συνδέσεις καλωδίων, υπερφορτωμένα δίκτυα, ελαττωματικό ραγοϋλικό (διακόπτες – ασφάλειες) καθώς και περιπτώσεις άνισης κατανομής ηλεκτρικών φορτίων. Επίσης, έλεγχο ηλεκτρικών κινητήρων, αντλιών, δικτύων μεταφοράς, μετασχηματιστών κ.λ.π.
Η σημασία του
Η σημασία του θερμογραφικού ελέγχου στον έλεγχο ορθής λειτουργίας μιας εγκατάστασης είναι πολύ μεγάλη αν ληφθεί υπόψη πως τα προβλήματα υπερθέρμανσης τα οποία εντοπίζει αποτελούν τις συνήθεις αιτίες πυρκαγιών αλλά και δυσλειτουργιών.
Οι εστίες ζημιογόνων κινδύνων εντοπίζονται σε εγκαταστάσεις που παράγουν, μεταφέρουν, είτε καταναλώνουν θερμική ηλεκτρική ενέργεια. Η σωστή διαχείριση των εγκαταστάσεων αυτών είναι θέμα τόσο ασφάλειας, όσο και οικονομίας.
Με τον θερμογραφικό έλεγχο εντοπίζουμε το πρόβλημα που έχει μεν εκδηλωθεί, αλλά δεν έχει μεγιστοποιηθεί. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ο σωστός προγραμματισμός σε κάθε επέμβαση και η λήψη των απαιτούμενων μέτρων αποκατάστασης πριν την οριστική αστοχία μιας εγκατάστασης ή την εκδήλωση κάποιας ζημιάς όπως π.χ. πυρκαγιά ή διακοπή λειτουργίας.
Το βασικό πλεονέκτημα του θερμογραφικού ελέγχου έγκειται στο ότι παρέχει σημαντικό αριθμό χρήσιμων ευρημάτων σε πολύ μικρό χρόνο, συγκριτικά με τις κλασικές μεθόδους οπτικού ελέγχου των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων.
Τα ευρήματα γίνονται γνωστά αμέσως κατά την λήψη των θερμικών εικόνων πριν ακόμα συνταχθεί το πρωτόκολλο ελέγχου. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε έναν θερμογραφικό έλεγχο δεν απαιτείται διακοπή αλλά ούτε και επαφή του ελεγκτή με τις εξεταζόμενες εγκαταστάσεις.
Αξίζει δε να αναφερθεί, πως ο θερμογραφικός έλεγχος είναι πάντα προτιμότερο να διεξαχθεί με τις εγκαταστάσεις να λειτουργούν με την μέγιστη δυνατή ισχύ τους, ώστε να μεγιστοποιηθεί η ακρίβεια των καταγραφών.
Η αμεσότητα των διαπιστώσεων αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα γιατί δίδεται η δυνατότητα να προβούμε άμεσα σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια αποκατάστασης. Μετά την αποκατάσταση των προβλημάτων τα οποία προκάλεσαν τις παρατηρούμενες θερμικές διαφοροποιήσεις, μπορεί να γίνει επανέλεγχος ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο το πρόβλημα αποκαταστάθηκε. Ο εντοπισμός προβληματικών σημείων σε μια εγκατάσταση περιορίζει την επικινδυνότητα. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγονται ζημιές τόσο σε επίπεδο παγίων στοιχείων όσο και σε επίπεδο προσωπικού.
Η δυνατότητα του να δώσει συνολική εικόνα για την κατάσταση των εγκαταστάσεων σε μικρό χρόνο μας βοηθά να πραγματοποιήσουμε στοχευμένες επεμβάσεις μόνο σε σημεία που έχουν πρόβλημα (κουτιά διακλαδώσεων κ.λ.π.). Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται περιττές δαπάνες για τον έλεγχο και την αντικατάσταση εξαρτημάτων τα οποία με τον οπτικό έλεγχο δεν παρουσιάζουν κάποια εμφανή φθορά ή αστοχία. Το κορυφαίο όφελος του θερμογραφικού ελέγχου είναι αναμφισβήτητα η διασφάλιση της αξιόπιστης λειτουργίας των εγκαταστάσεων και η δυνατότητα έγκαιρης αντιμετώπισης προβλημάτων, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν τον εξοπλισμό σε πρόωρη γήρανση αλλά κυρίως σε ζημιές.
Σταθερή πρωτιά που παρουσιάζουν τα περιστατικά πυρκαγιάς που προκαλούνται από αστοχίες σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, έχει να κάνει με τον τρόπο που είναι δομημένες οι εσωτερικές ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Η «δενδροειδής» τους διάταξη περιλαμβάνει μικρό αριθμό κρίσιμων εξαρτημάτων, όπως ασφάλειες, διακόπτες και μετασχηματιστές, από τα οποία εξαρτάται η τροφοδοσία μεγάλου αριθμού καταναλώσεων.
Η διαφορά θερμοκρασιών μεταξύ φάσεων μπορεί να δείξει ανισόρροπες φορτώσεις, προβλήματα από τα εξαρτήματα, από άσχημες ενώσεις, κακή κατάσταση, φθορά καλωδίων. Όλα αυτά μπορεί να προκαλέσουν αυξημένο ενεργειακό κόστος, η κατάσταση μπορεί να βλάψει καλώδια ή μηχανήματα, ή ίσως προκαλέσει φωτιά. Ακόμα και μικρές διαφορές σε θερμοκρασία μεταξύ των φάσεων, θα πρέπει να ελεγχθούνε για να βρούμε την αιτία που προκάλεσε την βλάβη.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ ότι κατά τον οπτικό έλεγχο μιας ηλεκτρικής εγκατάστασης ανοίγοντας τον γενικό πίνακα για να ελέγξουμε αν πληροί τις προϋποθέσεις ασφαλούς λειτουργίας, σωστή σειρά οργάνων ασφαλείας – χειρισμού και ελέγχου της εγκατάστασης, χρωματισμό αγωγών, κυκλωμάτων κ.λ.π., καλό θα ήταν να πραγματοποιείται και θερμογραφικός έλεγχος, για να επισημαίνονται επικίνδυνες αστοχίες της εγκατάστασης, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ελεγκτής ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης αναλαμβάνει την ευθύνη καλής και ασφαλούς λειτουργίας της εγκατάστασης που υπογράφει για μια κατοικία για δέκα τέσσερα (14) έτη, και αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο κατά τον επανέλεγχο της εγκατάστασης, το οποίο κρατείται στον φάκελο του ελεγκτή εγκαταστάτη ηλεκτρολόγου.
Οι εστίες ζημιογόνων κινδύνων εντοπίζονται σε εγκαταστάσεις που παράγουν, μεταφέρουν, είτε καταναλώνουν θερμική ηλεκτρική ενέργεια. Η σωστή διαχείριση των εγκαταστάσεων αυτών είναι θέμα τόσο ασφάλειας, όσο και οικονομίας.
Με τον θερμογραφικό έλεγχο εντοπίζουμε το πρόβλημα που έχει μεν εκδηλωθεί, αλλά δεν έχει μεγιστοποιηθεί. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ο σωστός προγραμματισμός σε κάθε επέμβαση και η λήψη των απαιτούμενων μέτρων αποκατάστασης πριν την οριστική αστοχία μιας εγκατάστασης ή την εκδήλωση κάποιας ζημιάς όπως π.χ. πυρκαγιά ή διακοπή λειτουργίας.
Το βασικό πλεονέκτημα του θερμογραφικού ελέγχου έγκειται στο ότι παρέχει σημαντικό αριθμό χρήσιμων ευρημάτων σε πολύ μικρό χρόνο, συγκριτικά με τις κλασικές μεθόδους οπτικού ελέγχου των εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων.
Τα ευρήματα γίνονται γνωστά αμέσως κατά την λήψη των θερμικών εικόνων πριν ακόμα συνταχθεί το πρωτόκολλο ελέγχου. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε έναν θερμογραφικό έλεγχο δεν απαιτείται διακοπή αλλά ούτε και επαφή του ελεγκτή με τις εξεταζόμενες εγκαταστάσεις.
Αξίζει δε να αναφερθεί, πως ο θερμογραφικός έλεγχος είναι πάντα προτιμότερο να διεξαχθεί με τις εγκαταστάσεις να λειτουργούν με την μέγιστη δυνατή ισχύ τους, ώστε να μεγιστοποιηθεί η ακρίβεια των καταγραφών.
Η αμεσότητα των διαπιστώσεων αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα γιατί δίδεται η δυνατότητα να προβούμε άμεσα σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια αποκατάστασης. Μετά την αποκατάσταση των προβλημάτων τα οποία προκάλεσαν τις παρατηρούμενες θερμικές διαφοροποιήσεις, μπορεί να γίνει επανέλεγχος ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο το πρόβλημα αποκαταστάθηκε. Ο εντοπισμός προβληματικών σημείων σε μια εγκατάσταση περιορίζει την επικινδυνότητα. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγονται ζημιές τόσο σε επίπεδο παγίων στοιχείων όσο και σε επίπεδο προσωπικού.
Η δυνατότητα του να δώσει συνολική εικόνα για την κατάσταση των εγκαταστάσεων σε μικρό χρόνο μας βοηθά να πραγματοποιήσουμε στοχευμένες επεμβάσεις μόνο σε σημεία που έχουν πρόβλημα (κουτιά διακλαδώσεων κ.λ.π.). Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται περιττές δαπάνες για τον έλεγχο και την αντικατάσταση εξαρτημάτων τα οποία με τον οπτικό έλεγχο δεν παρουσιάζουν κάποια εμφανή φθορά ή αστοχία. Το κορυφαίο όφελος του θερμογραφικού ελέγχου είναι αναμφισβήτητα η διασφάλιση της αξιόπιστης λειτουργίας των εγκαταστάσεων και η δυνατότητα έγκαιρης αντιμετώπισης προβλημάτων, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν τον εξοπλισμό σε πρόωρη γήρανση αλλά κυρίως σε ζημιές.
Σταθερή πρωτιά που παρουσιάζουν τα περιστατικά πυρκαγιάς που προκαλούνται από αστοχίες σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, έχει να κάνει με τον τρόπο που είναι δομημένες οι εσωτερικές ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Η «δενδροειδής» τους διάταξη περιλαμβάνει μικρό αριθμό κρίσιμων εξαρτημάτων, όπως ασφάλειες, διακόπτες και μετασχηματιστές, από τα οποία εξαρτάται η τροφοδοσία μεγάλου αριθμού καταναλώσεων.
Η διαφορά θερμοκρασιών μεταξύ φάσεων μπορεί να δείξει ανισόρροπες φορτώσεις, προβλήματα από τα εξαρτήματα, από άσχημες ενώσεις, κακή κατάσταση, φθορά καλωδίων. Όλα αυτά μπορεί να προκαλέσουν αυξημένο ενεργειακό κόστος, η κατάσταση μπορεί να βλάψει καλώδια ή μηχανήματα, ή ίσως προκαλέσει φωτιά. Ακόμα και μικρές διαφορές σε θερμοκρασία μεταξύ των φάσεων, θα πρέπει να ελεγχθούνε για να βρούμε την αιτία που προκάλεσε την βλάβη.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ ότι κατά τον οπτικό έλεγχο μιας ηλεκτρικής εγκατάστασης ανοίγοντας τον γενικό πίνακα για να ελέγξουμε αν πληροί τις προϋποθέσεις ασφαλούς λειτουργίας, σωστή σειρά οργάνων ασφαλείας – χειρισμού και ελέγχου της εγκατάστασης, χρωματισμό αγωγών, κυκλωμάτων κ.λ.π., καλό θα ήταν να πραγματοποιείται και θερμογραφικός έλεγχος, για να επισημαίνονται επικίνδυνες αστοχίες της εγκατάστασης, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ελεγκτής ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης αναλαμβάνει την ευθύνη καλής και ασφαλούς λειτουργίας της εγκατάστασης που υπογράφει για μια κατοικία για δέκα τέσσερα (14) έτη, και αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο κατά τον επανέλεγχο της εγκατάστασης, το οποίο κρατείται στον φάκελο του ελεγκτή εγκαταστάτη ηλεκτρολόγου.